μονόσειρος

μονόσειρος
-η, -ο
1. αυτός που έχει μία μόνο σειρά
2. φρ. «μονόσειρο ιστίο»
ναυτ. ιστίο που φέρει μία μόνο σειρά, ώστε σε περίπτωση κακοκαιρίας να ελαττώνεται η επιφάνειά του, ιστίο με μία μπίντα, όπως είναι τα ημιόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + σειρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”